κοτυλη

κοτυλη
    κοτύλη
    (ῠ) ἥ
    1) чашка Arph. etc.
    

δοῦναί τινι πύρνον καὴ κοτύλην Hom. — дать кому-л. хлеб и чашку, т.е. накормить и напоить кого-л.

    2) котила (мера жидкостей и сыпучих тел = 0.274 л Arph., Plat. etc.)
    3) анат. вертлужная впадина
    

(ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Hom.)

    4) pl. муз. кимвалы, тарелки
    

(χαλκόδετοι κοτύλαι Aesch.)

    5) присоска (в щупальце осьминога)
    

(ἁρμόσαι τὰς κοτύλας Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοτυλη" в других словарях:

  • κοτύλη — anything hollow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλῃ — κοτύλη anything hollow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — η 1. κλείδωση. 2. γένος φυτών. 3. βυζάχτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέα Κοτύλη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ.) του νομού Καστοριάς …   Dictionary of Greek

  • κοτύλαι — κοτύλη anything hollow fem nom/voc pl κοτύλᾱͅ , κοτύλη anything hollow fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλᾶν — κοτύλη anything hollow fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλίσκιον — κοτύλη anything hollow neut nom/voc/acc sg κοτυλίσκιον little cup neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλῶν — κοτύλη anything hollow fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλαις — κοτύλη anything hollow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλην — κοτύλη anything hollow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»